- αναμαρμάρωση
- η [αναμαρμαρώνω]1. η επικάλυψη οικοδομήματος με πλάκες μαρμάρου για να αποκατασταθεί η παλαιά μορφή του2. η εκ νέου κατασκευή ενός κτηρίου με μάρμαρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αβέρωφ, Γεώργιος — (Μέτσοβο 1818 – Αλεξάνδρεια 1899). Επιχειρηματίας και εθνικός ευεργέτης. Είκοσι δύο ετών έφυγε από τη γενέτειρά του και εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο, απέκτησε κολοσσιαία περιουσία και διέθεσε τεράστια ποσά για… … Dictionary of Greek